- δουλεύω
- (AM δουλεύω) [δούλος]1. είμαι δούλος, υπηρέτης2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης)μσν.- νεοελλ.1. βρίσκομαι σε ενέργεια, σε κίνηση, λειτουργώ («η μηχανή δεν δουλεύει»)2. κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι (α. «δουλεύει το χωράφι» — τό καλλιεργείβ. «δουλεύω τον πηλό» — τόν πλάθω)νεοελλ.1. μοχθώ, κοπιάζω, κουράζομαι2. αποφέρω κέρδος («τα θέατρα δεν δουλεύουν καλά»)3. (για τραύματα) διαπυούμαι, γεμίζω πύον4. ναυτ. «δουλεύω τα πανιά» — τά γυρίζω προς το μέρος τού αέρα5. πειράζω, ενοχλώ, κουρντίζω, κοροϊδεύω6. εξυπηρετώ7. φρ. α) «δεδουλευμένος ή δουλεμένος μισθός» — αμοιβή για εργασία που ολοκληρώθηκεβ) «δεδουλευμένος τόκος» — αυτός που οφείλεται επειδή έχει περάσει η τακτή προθεσμίαμσν.1. λειτουργώ, ιερουργώ2. περιποιούμαιαρχ.μτφ. α) «δουλεύω νόμοις» — υπακούω στους νόμουςβ) «δουλεύειν τῷ κυρίῳ» — προσαρμόζομαι στις περιστάσειςγ) «τῂ γῂ δουλεύω» — γίνομαι σκλάβος τής γηςδ) «δουλεύω τῷ καιρῷ» εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.